Χθες βράδυ η Στάη ρωτά τον Λοβέρδο και ο Παπαχελάς τον Παπακωνσταντίνου γιατί δεν παραιτήθηκαν, ενώ ο πρώτος το είχε δηλώσει εμμέσως πλην σαφώς και ο δεύτερος αμέσως και σαφέστατα. Ο Λοβέρδος, που δεν άντεχε τις νεφελώδεις πολιτικές,
τις ενοχικές στάσεις και τις αμφισημίες, στηριγμένος στην αμφισημία των δηλώσεών του εξηγεί με ένα -νεφελώδες μεν, μηδενικά ενοχικό δε- σκεπτικό γιατί παραμένει στην πρώτη γραμμή, ο Παπακωνσταντίνου, που είχε πει ότι αν παρθούν νέα μέτρα θα σημαίνει πως εκείνος απέτυχε και θα παραιτηθεί, απαντά κάτι σαν «Και να φύγω εγώ δηλαδή τι θα αλλάξει;» και «Νομίζετε ότι αν κρίνει ο Πρωθυπουργός πως απέτυχα δεν μπορεί να με διώξει;».
Αν λοιπόν το τι σερτ που κρατούσε στη φώτο χαμογελώντας τσακίρικα ο ΓΑΠ, τώρα είναι ικανός να το αντικαταστήσει και με τι πάρτι εφόσον αυτό απαιτεί η σωτηρία της πατρίδας, αν δηλαδή η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο σήμερα λέω "κάτασπρο" και αύριο λέω "κατάμαυρο" είναι η υπεράνω πολιτικών χρωμάτων αυτοκλήτως αναληφθείσα μεσσιανική του αποστολή, η οποία αντικατέστησε την πολιτική εντολή με την οποία βρέθηκε στην εξουσία, δεν είναι το ίδιο ευδιάκριτη η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο "λέω" και "ξελέω" των δύο αξιότερων -αν όχι και μοναδικών εναπομείναντων μέσα στα λακίζοντα, λαϊκίζοντα και ρέποντα προς τις όψιμες ρέππικες γυριστές κυβερνητικά στρατεύματα- μαχητών του μνημονίου.
Δίπλα στον αξεπούλητο αρχηγό της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, μια κάποια Χριστοφιλοπούλου γελά με το πρόσωπό της φωτισμένο από βαθιά σοσιαλιστική σιγουριά. Αυτή ανήκει στην βήτα εθνική του πολιτικού μας προσωπικού, στην κατηγορία των ανθρώπων εκείνων που γίνονται υφυπουργοί, γενικοί γραμματείς υπουργείων και σε περιόδους τεράστιας ένδειας προσώπων ακόμη και υπουργοί, έχοντας ως βασικό τους συγκριτικό πλεονέκτημα ότι κάνουν όλα όσα δεν θα καταδέχονταν ποτέ να κάνουν πενήντα φορές αξιότεροι τους πολίτες: προσκολλούν στους αρχηγούς, συμφωνούν με όσα λένε, γελούν με τα αστεία τους τον καιρό των παχουλών διακηρύξεων, βουρκώνουν με τον αγχογενή επιχείλιο έρπητά τους τον καιρό των λεπτότατων χειρισμών.
Στην πρώτη εθνική (των λοβερδοπαπακωνσταντίνων) απαιτείται εκτός από την ικανότητα και ένα άλλο θεμελιώδες χάρισμα: να μπορείς να λες οτιδήποτε θέλεις, γνωρίζοντας πως το να το λες δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως είσαι υποχρεωμένος και να το τηρήσεις. Το χάρισμα του χωρίς συνέπειες λόγου, του χωρίς κυρώσεις λόγου, του χωρίς ελέγχου λόγου. Γιατί ο όποιος έλεγχος θα είναι πάντα σε φιλολογικό επίπεδο, σε επίπεδο να το ρωτήσουμε και αυτό και να πάμε στο επόμενο θέμα, σε επίπεδο πλήρους αποδοχής από δημοσιογράφους και αντιπολιτευόμενα κόμματα ότι αυτοί είναι οι κανόνες που διέπουν τον πολιτικό λόγο, την πολιτική πρακτική, τον τρόπο με τον οποίο διοικείται η χώρα.
old-boy
τις ενοχικές στάσεις και τις αμφισημίες, στηριγμένος στην αμφισημία των δηλώσεών του εξηγεί με ένα -νεφελώδες μεν, μηδενικά ενοχικό δε- σκεπτικό γιατί παραμένει στην πρώτη γραμμή, ο Παπακωνσταντίνου, που είχε πει ότι αν παρθούν νέα μέτρα θα σημαίνει πως εκείνος απέτυχε και θα παραιτηθεί, απαντά κάτι σαν «Και να φύγω εγώ δηλαδή τι θα αλλάξει;» και «Νομίζετε ότι αν κρίνει ο Πρωθυπουργός πως απέτυχα δεν μπορεί να με διώξει;».
Αν λοιπόν το τι σερτ που κρατούσε στη φώτο χαμογελώντας τσακίρικα ο ΓΑΠ, τώρα είναι ικανός να το αντικαταστήσει και με τι πάρτι εφόσον αυτό απαιτεί η σωτηρία της πατρίδας, αν δηλαδή η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο σήμερα λέω "κάτασπρο" και αύριο λέω "κατάμαυρο" είναι η υπεράνω πολιτικών χρωμάτων αυτοκλήτως αναληφθείσα μεσσιανική του αποστολή, η οποία αντικατέστησε την πολιτική εντολή με την οποία βρέθηκε στην εξουσία, δεν είναι το ίδιο ευδιάκριτη η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο "λέω" και "ξελέω" των δύο αξιότερων -αν όχι και μοναδικών εναπομείναντων μέσα στα λακίζοντα, λαϊκίζοντα και ρέποντα προς τις όψιμες ρέππικες γυριστές κυβερνητικά στρατεύματα- μαχητών του μνημονίου.
Δίπλα στον αξεπούλητο αρχηγό της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, μια κάποια Χριστοφιλοπούλου γελά με το πρόσωπό της φωτισμένο από βαθιά σοσιαλιστική σιγουριά. Αυτή ανήκει στην βήτα εθνική του πολιτικού μας προσωπικού, στην κατηγορία των ανθρώπων εκείνων που γίνονται υφυπουργοί, γενικοί γραμματείς υπουργείων και σε περιόδους τεράστιας ένδειας προσώπων ακόμη και υπουργοί, έχοντας ως βασικό τους συγκριτικό πλεονέκτημα ότι κάνουν όλα όσα δεν θα καταδέχονταν ποτέ να κάνουν πενήντα φορές αξιότεροι τους πολίτες: προσκολλούν στους αρχηγούς, συμφωνούν με όσα λένε, γελούν με τα αστεία τους τον καιρό των παχουλών διακηρύξεων, βουρκώνουν με τον αγχογενή επιχείλιο έρπητά τους τον καιρό των λεπτότατων χειρισμών.
Στην πρώτη εθνική (των λοβερδοπαπακωνσταντίνων) απαιτείται εκτός από την ικανότητα και ένα άλλο θεμελιώδες χάρισμα: να μπορείς να λες οτιδήποτε θέλεις, γνωρίζοντας πως το να το λες δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως είσαι υποχρεωμένος και να το τηρήσεις. Το χάρισμα του χωρίς συνέπειες λόγου, του χωρίς κυρώσεις λόγου, του χωρίς ελέγχου λόγου. Γιατί ο όποιος έλεγχος θα είναι πάντα σε φιλολογικό επίπεδο, σε επίπεδο να το ρωτήσουμε και αυτό και να πάμε στο επόμενο θέμα, σε επίπεδο πλήρους αποδοχής από δημοσιογράφους και αντιπολιτευόμενα κόμματα ότι αυτοί είναι οι κανόνες που διέπουν τον πολιτικό λόγο, την πολιτική πρακτική, τον τρόπο με τον οποίο διοικείται η χώρα.
old-boy
0 σχόλια: