Όχι ότι με νοιάζει και ιδιαίτερα, αλλά είμαι σίγουρος πως διαβάζοντας το παρακάτω κείμενο πολλοί θα πούνε πως δεν αγαπάω την Ελλάδα. Σε όσους διαβάζοντας όσα γραψω παρακάτω, σχηματίσουν αυτή την άποψη για εμένα, θα ήθελα ταπεινά να πω το εξής: στ’αρχίδια μου.
Τόσα χρόνια έχω ακούσει εκατομμύρια ανθρώπους να λένε πως αγαπάνε την Ελλάδα. Ταυτόχρονα, τόσα χρόνια το 90% από αυτούς την κατατστρέφει ξεδιάντροπα ενώ εμείς καθόμαστε και χαζεύουμε σαν ηλίθιοι το κουφάρι της και το υπόλοιπο 10% κάνει ακριβώς το ίδιο αλλά χωρίς καν να τους παίρνουμε χαμπάρι. Οπότε, κατά κάποιον τρόπο, χαίρομαι που δε νιώθω την ανάγκη να κραυγάζω όπου σταθώ και όπου βρεθώ “πόσο αγαπάω την Ελλάδα”. Νιώθω πιο ειλικρινής.
Στη ζωή έμαθα πως όταν αγαπάς κάτι πρέπει να το κρίνεις – και όταν χρειάζεται, να το κατακρίνεις.
Είχα μια συζήτηση πριν λίγες μέρες με μια φίλη, η οποία προσπαθούσε να με πείσει πως έχει εμπιστοσύνη πως η νέα γενιά θα τα καταφέρει καλύτερα από τους γονείς και τους παππούδες της, γιατί είναι περισσότερο μορφωμένη, περισσότερο έξυπνη, περισσότερο ανοιχτόμυαλή, περισσότερο εκνευρισμένη…
Αρχίδια μπλε κι απάνω τούρλα.
Η γενιά μας είναι η γενιά που έφτιαξαν οι μπαμπάδες και οι μαμάδες μας, με τα δικά τους μετα-κατοχικά μυαλά και τις δικές τους ιδέες. Και αυτό δεν είναι κατακριτέο: κάθε άνθρωπος μπορεί να σε διδάξει μονάχα ό,τι ξέρει να σε διδάξει. Το κατακριτέο είναι πως εμείς ενστερνιστήκαμε τη φιλοσοφία της “εύκολης μάσας”, της τεμπελιάς και της πλήρους αποδιοργάνωσης των πάντων με τη φράση “ώχου χέσε με μωρέ, βαριέμαι”.
Το κατακριτέο είναι πως επειδή μας βόλευε το καθισιό, την αράξαμε
Αν το πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν οι πολιτικοί της δε θα είχα κανένα απολύτως φόβο για το μέλλον της. Οι πολιτικοί μας κάνουν αυτό που κάνουν όλοι οι πολιτικοί σε όλες τις χώρες του κόσμου: προσπαθούν να φαρδύνουν τις τσέπες τους στο χρόνο τους στην εξουσία. Παντού έτσι είναι, απλά εμείς, πιστοί στις αρχές του ωχαδερφισμού, το θυμόμαστε μόνο όταν μας το λένε οι προπαγανδιστικές ειδήσεις των 8 (εκτός από του Star που κατά πάσα πιθανότητα θα λένε για νέο το βρακί της Πετρούλας). Και ακόμα και τότε βέβαια, αντιδράμε μέχρι να μας πασάρουν κάποιο νέο χαπάκι για να το βουλώσουμε για λίγο, σαν παιδάκια που προσπαθείς να τα κάνεις να σταματήσουν τη γκρίνια δίνοντάς τους να παίξουν με το χρωματιστό περιτύλιγμα μια τσιχλόφουσκας.
Το πρόβλημα όμως στην Ελλάδα είναι η γενιά μας. Δεν υπάρχει τίποτα πιο απελπιστικό από το να ακούς έναν 20χρονο άντρα, 2 μέτρα, υγιή σα βόδι να σου λέει με καμάρι “κοίτα εγώ θέλω να βρω μια θεσούλα στο δημόσιο, να κάθομαι το 8ωράκι μου να πληρώνομαι και να πηγαίνω σπιτάκι μου. Άμα ήθελα να δουλέψω, θα πήγαινα στον ιδιωτικό τομέα.” Και το χειρότερο όλων είναι πως αυτή η φράση λέγεται με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια ένταση φωνής και πάθος στα λόγια που θα χρησιμοποιούσει κάποιος για να περιγράψει την δουλειά των ονείρων του.
Τι ελπίδες έχει αλήθεια μια χώρα της οποίας οι νέοι δεν επιθυμούν να δημιουργήσουν τίποτα; Που δεν τους νοιάζει να αφήσουν τίποτα στο πέρασμά τους εκτός από μια χιλιοχτυπημένη κάρτα δημοσίου υπαλλήλου;
Πόσες προοπτικές έχει να αναπτυχθεί μια χώρα που οι νέοι άνθρωποί της, έχουν πάψει ή δεν ξεκίνησαν ποτέ να ονειρεύονται;
Και ναι, ξέρω… “δε βρίσκεις δουλειά”, “δεν βγάζεις αρκετά λεφτά για να ζήσεις”, “αυτό που σπούδασες έχει τεράστια ανεργία”.
Ε και;
Πότε σταματήσαμε να κυνηγάμε τα όνειρά μας σε αυτή τη χώρα;
Πότε γίναμε τόσο κυνικοί, ώστε να ξεχάσουμε ότι δε γεννηθήκαμε για να είμαστε ψυχροί ρεαλιστές, αλλά για να προσπαθήσουμε (και να φάμε ίσως και τα μούτρα μας στην προσπάθεια) να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας;
Ρεαλισμός είναι να ξέρεις πως κάποια στιγμή θα πεθάνεις. Κυνισμός όμως είναι να θεωρείς πως τίποτα δεν έχει αξία επειδή κάποια στιγμή θα πεθάνεις. Και το ίδιο ισχύει και με τα όνειρά μας. Δεν είναι κακό να είσαι ρεαλιστής, να ξέρεις πως κυνηγάς ίσως το ακατόρθωτο που μπορεί ποτέ να μην το πιάσεις αλλά (ε και;) εσύ θα έχεις προσπαθήσει με όλες σου τις δυνάμεις για αυτό. Είναι κακό να είσαι ψυχρός λογιστής όμως, γιατί η ζωή δεν είναι 1+1=2 και ναι, αν την υπολογίζεις έτσι, πάντα το 1+1 θα κάνει 2 ενώ θα μπορούσε η φαντασία και η δημιουργικότητά σου να το πλάσει να κάνει 11.
Οπότε όχι, δεν υπολογίζω στους νέους. Στους νέους εκείνους που κατεβαίνουν στις πορείες και το απόγευμα τρέχουν στα πολιτικά γραφεία για να ικετέψουν για ένα “βολεματάκι”, για μια καρεκλίτσα να έχουν να κάθονται μέχρι τα βαθιά γεράματα με τη δικαιολογία ότι “έτσι κάνουν όλοι”.
Και φταίνε οι γονείς για αυτό, για αυτές τις μίζερες ιδέες βολέματος και τις ανήκουστες απόψεις πέρι καθισιού μέχρι παράλυσης του κώλου. Αλλά, κυρίως, φταίνε οι νέοι. Γιατί δεν έκαναν καν την προσπάθεια να ανοίξουν τα μυαλά και τους ορίζοντές τους και να δούνε και πέρα από το φράχτη της μαμάς και του μπαμπά. Και όταν η ζωή είναι μια συνεχής προσπάθεια για κάτι, είναι ολότελα δικό σου φταίξιμο το να μην απλώνεις καν το χέρι για να αρπάξεις όσα επιθυμεί η καρδιά σου.
Το μόνο ελαφρυντικό μέσα σε όλα τα στραβά της Ελλαδάρας ήταν ανέκαθεν η “διασκέδασή” της, η “χαλαρότητα” (με παχύ, θεσσαλονικιώτικο “λ”) και η πρόσχαρη – έως μαλακισμένη – συμπεριφορά των ανθρώπων της.
Κάποτε με είχε ρωτήσει ένα φίλος μου απο το εξωτερικό τι είδους άνθρωποι είναι οι Έλληνες. Και αφού του εξήγησα τα αρνητικά των Ελλήνων κατέληξα με τη φράση “…οι Έλληνες όμως είναι οι μοναδικοί άνθρωποι στον κόσμο που μπορεί να τους δεις να στήνουν το χορό στη μέση του δρόμου, χωρίς λόγο, έτσι…απλά επειδή εκείνη τη στιγμή έτσι γουστάρανε να κάνουν και κάνουν πάντα αυτό που λέει η καρδιά τους”.
Αν με ρωτούσε σήμερα, δε θα είχα τίποτα τέτοιο να του πω.
Δεν είναι πως μας “βάρεσε η οικονομική κρίση” και “είναι όλοι κατσουφιασμένοι”. Αυτές είναι μαλακίες των δελτίων ειδήσεων. Σαφώς δεν είμαστε στα καλύτερά μας, αλλά οι άνθρωποι θυμούνται ακόμα να γελούν. Δεν το ξεχνάς αυτό μέσα σε τόσο λίγο καιρό. Και αφού μπορούμε και γελάμε ακόμα με αυτά που βλέπουμε, τουλάχιστον θα πάμε ευτυχισμένοι!
Δεν είναι λοιπόν αυτό.
Το μεγάλο πρόβλημά μας είναι πως προσπαθήσαμε να μιμηθούμε τους ξένους λαούς και – όπως πάντα – καταφέραμε να αντιγράψουμε μονάχα τα αρνητικά τους – και σε αυτή την περίπτωση, την απάθειά.
Και η απάθεια έχει και τις συνέπειές της:
Ψηφίζουμε ανθρώπους για να μας βιάζουν, μετά σκυλιάζουμε για αυτό στους δρόμους και έπειτα στις επόμενες εκλογές τρέχουμε στις συγκεντρώσεις των βιαστών μας.
Μας κλέβουν και εμείς κοιτάμε από την άλλη – δε ζητάμε εξηγήσεις, δε μας νοιάζει πια… και απλά περιμένουμε την επόμενη πιπίλα που θα μας δώσουν για να ξεχάσουμε το εκάστοτε θέμα.
Φερόμαστε υπεροπτικά. Θεωρούμε πως εμείς είμαστε κάτι “ιδιαίτερο” και πως όλοι οι λαοί του κόσμου μας “χρωστάνε” κάτι. Επιτρέψτε μου να σας πω: αρχίδια μας χρωστάνε!
Δεχόμαστε ως “δεδομένα” τα στραβά, γυρνάμε και το άλλο μάγουλο και ζούμε με σημαία μας το “και τι μπορώ να κάνω εγώ;”
Όλα κινούνται γύρω από το προσωπικό μας όφελος. “Αν ΕΓΩ δεν έχω να κερδίσω κάτι ΓΙΑ ΕΜΕΝΑ, ποιός ο λόγος ΕΓΩ να παλέψω για αυτό;”
Φταίμε για όλα αυτά εμείς; Σαφώς και ναι.
Και τι θα κάνουμε; Όπως λένε και οι φίλοι μας οι ξένοι (οι “καλοί” ξένοι, μην πάει ο νους σας σε εκείνους τους κακούς, απολίτιστους ξένους που έχουν έρθει και μας “έχουν παρει τις δουλειές” και “φταίνε για τα οικονομικά προβλήματα της χώρας μας”, μιας χώρας που το να φαει ένας πολιτικός ένα δις ευρώ είναι πιο εύκολο και λιγότερο χρονοβόρο από το να βγάλεις πιστοποιητικό γεννήσεως)… we made our beds and now we’re gonna lie in them.
Μπορείτε να κρατήσετε τον ήλιο και τα νησιά. Μπορείτε να κρατήσετε και τα μπουζουκομάγαζα που ξεσπάει τις ορμές του ο Ελληνάρας για να νιώθει μάγκας. Κρατήστε ακόμα και την ιστορία μας – όσο πλούσια και ενδιαφέρουσα και να είναι, εγώ και εσύ ζούμε στο σήμερα και το τι κατάφεραν 2500 χρόνια οι πρόγονοί μας είναι αξιοθαύμαστο αλλά… εγώ και πάλι πρέπει να περιμένω στο ΕΣΥ 5 ώρες για μια εξέταση, οπότε…
Εμένα αυτό δε μου αρκεί πια.
0 σχόλια: