Τα πιο ωραία μπαρ του κόσμου, είναι αυτά που δεν πήγα ακόμη. Δεν ξέρω πόση νεότητα πρέπει να ξοδευτεί ακόμη σε ωραίες, ξύλινες, στοργικές μπάρες, με λευκά ποτά και μαύρες μπύρες από την Ιρλανδία, με ανθρώπους που έρχονται και φεύγουν πάντα χαμογελώντας, αυτό το χαμόγελο που δεν σκοτώνει, αλλά ανασταίνει τις μικρές χαραμάδες που έχουν ακόμη μείνει ορθάνοιχτες μέσα στο μυαλό μου.
Φαντάζομαι τις βόρειες χώρες και αυτά τα μπαρ, με γυναίκες όμορφες και άντρες ψηλούς, που αγαπούν να φαντάζονται ευτυχίες, θέλει πολύ αισιοδοξία να φαντάζεσαι την ευτυχία, αν μη τι άλλο σημαίνει πως την συνάντησες κάποτε και μετά εκείνη σου γύρισε την βελουδένια της πλάτη. Αλλά στα όμορφα μπαρ που ακόμη δεν έχω πάει, νομίζω πως αυτή η υπέροχη κυρία, είναι μέσα, στα ποτά όλων των ανθρώπων, που γελούν από τη μέθη, σκέφτονται ίσως κάποιον που θα ήθελαν να κάθεται κοντά τους και όχι απλά δίπλα τους, στα κορίτσια που πάντα πάνε μαζί στην τουαλέτα και στα άδεια σκαμπώ, αυτών που έφυγαν, να βρουν στον ύπνο τους την συνέχεια της φαντασίας της αγάπης.
Πολύ κοντά στις πόρτες που ανοίγουν, υπάρχουν κλειστά παράθυρα, πάντα πρέπει να προσέχεις τις χαραμάδες που κλείνουν και να μην σε ξεγελά ο ήλιος που αγαπά το ξεραμένο σου δέρμα. Σε αυτά τα μπαρ θέλω να πάω, να πιώ, να κάτσω να κοιτάξω, όλα αυτά τα τριγύρω, να μην έχω κανένα σπίτι να γυρίσω, να αγαπάω κάποιον και να μου γελάει το πρωί, να τον έχω κατά νου όταν νυχτώνει και να ξέρω πως θέλει να μου χαϊδέψει το κεφάλι, και ας μη το κάνει. Αρκεί να το ξέρω, άστον να το παίζει σκληρός.
Όλα αυτά τα σκέφτομαι στην υπέροχη πόλη μου που αγαπώ, να την περπατάω, να την μυρίζω, τόσο στα προάστια, όσο και στο κέντρο της, μεγάλη αγάπη που βασιλεύει στον μικρό μου κόσμο, σπουδαίες ιστορίες, μικρών όμορφων φίλων μου. Και θέλω να πιω σε όλα τα μικρά και μεγάλα μπαρ, σε όλα τα τραπέζια με αυτούς που όταν αγαπούν, απλώνουν τα χέρια τους σε μένα, τα βράδυα μεθυσμένοι με σηκώνουν στον αέρα σαν παιδί και όλο είναι τόσο μαγικό, τόσο μυρίζει όμορφα, πάμε σπίτι και γελάμε ακόμη με τα καμώματά μας, λέμε χαζά, κοιμόμαστε γυμνοί, χωρίς ντροπές. Το πρωί πλένουμε τα δόντια μας και φιλιόμαστε με οδοντόκρεμες αλλά ακόμη και αν έχουμε πονοκέφαλο δεν μας νοιάζει, ήταν ωραία χθες και κρατάει η ομορφιά πιο πολύ απο την ασχήμια, γιατί μερικοί δεν το βλέπουν αυτό;
Στο βάθος πάντα αυτός ο στίχος φωτισμένος
Φαντάζομαι τις βόρειες χώρες και αυτά τα μπαρ, με γυναίκες όμορφες και άντρες ψηλούς, που αγαπούν να φαντάζονται ευτυχίες, θέλει πολύ αισιοδοξία να φαντάζεσαι την ευτυχία, αν μη τι άλλο σημαίνει πως την συνάντησες κάποτε και μετά εκείνη σου γύρισε την βελουδένια της πλάτη. Αλλά στα όμορφα μπαρ που ακόμη δεν έχω πάει, νομίζω πως αυτή η υπέροχη κυρία, είναι μέσα, στα ποτά όλων των ανθρώπων, που γελούν από τη μέθη, σκέφτονται ίσως κάποιον που θα ήθελαν να κάθεται κοντά τους και όχι απλά δίπλα τους, στα κορίτσια που πάντα πάνε μαζί στην τουαλέτα και στα άδεια σκαμπώ, αυτών που έφυγαν, να βρουν στον ύπνο τους την συνέχεια της φαντασίας της αγάπης.
Πολύ κοντά στις πόρτες που ανοίγουν, υπάρχουν κλειστά παράθυρα, πάντα πρέπει να προσέχεις τις χαραμάδες που κλείνουν και να μην σε ξεγελά ο ήλιος που αγαπά το ξεραμένο σου δέρμα. Σε αυτά τα μπαρ θέλω να πάω, να πιώ, να κάτσω να κοιτάξω, όλα αυτά τα τριγύρω, να μην έχω κανένα σπίτι να γυρίσω, να αγαπάω κάποιον και να μου γελάει το πρωί, να τον έχω κατά νου όταν νυχτώνει και να ξέρω πως θέλει να μου χαϊδέψει το κεφάλι, και ας μη το κάνει. Αρκεί να το ξέρω, άστον να το παίζει σκληρός.
Όλα αυτά τα σκέφτομαι στην υπέροχη πόλη μου που αγαπώ, να την περπατάω, να την μυρίζω, τόσο στα προάστια, όσο και στο κέντρο της, μεγάλη αγάπη που βασιλεύει στον μικρό μου κόσμο, σπουδαίες ιστορίες, μικρών όμορφων φίλων μου. Και θέλω να πιω σε όλα τα μικρά και μεγάλα μπαρ, σε όλα τα τραπέζια με αυτούς που όταν αγαπούν, απλώνουν τα χέρια τους σε μένα, τα βράδυα μεθυσμένοι με σηκώνουν στον αέρα σαν παιδί και όλο είναι τόσο μαγικό, τόσο μυρίζει όμορφα, πάμε σπίτι και γελάμε ακόμη με τα καμώματά μας, λέμε χαζά, κοιμόμαστε γυμνοί, χωρίς ντροπές. Το πρωί πλένουμε τα δόντια μας και φιλιόμαστε με οδοντόκρεμες αλλά ακόμη και αν έχουμε πονοκέφαλο δεν μας νοιάζει, ήταν ωραία χθες και κρατάει η ομορφιά πιο πολύ απο την ασχήμια, γιατί μερικοί δεν το βλέπουν αυτό;
Στο βάθος πάντα αυτός ο στίχος φωτισμένος
«Ζήσαμε πάντοτε άλλού και μόνον όταν κάποιος μας αγαπήσει,ερχόμαστε για λίγο.»
0 σχόλια: