Νομίζω είμαι βιομηχανικό παιδί εγκλωβισμένο σε κήπους με ξεριζωμένους λωτούς, αγριολεμονιές και τριαντάφυλλα που αρνούνται να μεγαλώσουν. Υπάρχουν τέτοια, τριαντάφυλλα νάνοι. Τίποτα δεν γίνεται τυχαία, το λέω εγώ που όλα μου συνέβησαν από τύχη.
Οι πιο απλές κουβέντες, είναι και οι πιο μεγάλες. Τρέξε μπροστά μου στο μαγαζί με τα ρούχα και γύρνα απότομα και πες «μου αρέσει να σε δω να το φοράς αυτό το χρώμα». Θα πεθάνω σε εμπορικά κέντρα περιμένοντας τέτοια από το στόμα σου. Μετά θα φάμε μηλόπιτες και θα πιούμε ωραίο καφέ λέγοντας για τους άλλους μας, για τους γνωστούς μας και το βράδυ θα πέσουμε ξεροί απο τον ποδαρόδρομο και δεν θα κάνω ούτε μπάνιο γιατί θα βαριέμαι. Θα ζήσω τέτοια ζωή άραγε; Στα λιβάδεια δεν ακούς απαντήσεις αν δεν τις έχεις ήδη. Η φύση είναι παθητικό δυναμικό στα αδιέξοδα των ανθρώπων. Η φύση δεν απαντάει ποτέ στις ερωτήσεις μου. Μόνο αν σε έχω δίπλα την αντέχω. Διαφορετικά είναι μια δύσκολη φίλη. Δεν μιλάει. Κανείς δεν μιλάει αμα δεν τον ρωτήσεις. Το βράδυ που σε γνώρισα, είχες μια χαζή χαρά που ακόμη την βλέπω πάνω σου και δεν την καταλαβαίνω. Δεν αξίζω τέτοια χαρά. Δεν σε καταλαβαίνω. Με μπερδεύεις, εγώ είμαι δύσκολη και θέλω περίπλοκα. Τόσο όμορφα όμως δεν ξαναπέρασα ποτέ. Καμιά φορά λέω να στην κάνω. Τι θα λέμε σε λίγο; Μετά θέλω άλλη μια βόλτα στον κόσμο σου. Νομίζω όμως ότι εσύ θα φύγεις πρώτος. Ήθελα να ήμουνα ζωγράφος, συγγραφέας, τέτοια. Κατάλαβες. Να μην πονάω κάθε μέρα, να πονάω μόνο για ανύπαρκτα. Το βράδυ να πίνω αφεψήματα και να τρώω σωστα, να είμαι ολιγαρκής, αυτάρκης, κοινωνική, φιλική και ζεστός άνθρωπος. Δεν σου ταιριάζω. Θέλω να πεθάνω και καώ και μετά να με πετάξουν στον αστερισμό του Σείριου, ή δίπλα στην Μεγάλη Άρκτο να σε κοιτάω από ψηλά και πριν απ’αυτό να πάμε στα νορβηγικά φιόρδ, να δούμε το σέλας, στη χώρα των θρύλων και των Κελτών, μετά να μείνουμε σε μια αγροικία και να πίνουμε όλη μέρα, να καπνίζουμε σαν παλαβοί και να λες ότι είμαι η ζωή σου. Θέλω άκρα. Για ένα λόγο όμως είσαι σαν το φως που με τραβάει και θέλω συνέχεια την παρέα σου. Θα έμενα στο Βερολίνο. Θα φόραγα όλη μέρα τζιν και θα έτρωγα μπούρδες. Θα έγραφα ένα βιβλίο για ένας θεός ξέρει τι, θα σε έπαιρνα τηλέφωνο και θα σου έλεγα ότι είμαι καλά. Θα πέθαινα για σένα αν τολμούσες. Αν μπορούσα να στο πω… Δεν μπορώ. Νομίζω μπορείς να με καταλάβεις. Νομίζω έχεις την παράνοιά μου. Αλλά δεν θέλω να τρομάζεις. Σε αγαπάω γιατί μου άπλωσες το χέρι. Αλλά λυπάμαι δεν μπορείς να με τραβήξεις. Έλα μαζί μου μια βόλτα. Να δεις πως τα περνάω. Μετά γύρνα σπίτι και άσε με να κάνω αυτό που ξέρω καλά.
blogs.athensvoice
Οι πιο απλές κουβέντες, είναι και οι πιο μεγάλες. Τρέξε μπροστά μου στο μαγαζί με τα ρούχα και γύρνα απότομα και πες «μου αρέσει να σε δω να το φοράς αυτό το χρώμα». Θα πεθάνω σε εμπορικά κέντρα περιμένοντας τέτοια από το στόμα σου. Μετά θα φάμε μηλόπιτες και θα πιούμε ωραίο καφέ λέγοντας για τους άλλους μας, για τους γνωστούς μας και το βράδυ θα πέσουμε ξεροί απο τον ποδαρόδρομο και δεν θα κάνω ούτε μπάνιο γιατί θα βαριέμαι. Θα ζήσω τέτοια ζωή άραγε; Στα λιβάδεια δεν ακούς απαντήσεις αν δεν τις έχεις ήδη. Η φύση είναι παθητικό δυναμικό στα αδιέξοδα των ανθρώπων. Η φύση δεν απαντάει ποτέ στις ερωτήσεις μου. Μόνο αν σε έχω δίπλα την αντέχω. Διαφορετικά είναι μια δύσκολη φίλη. Δεν μιλάει. Κανείς δεν μιλάει αμα δεν τον ρωτήσεις. Το βράδυ που σε γνώρισα, είχες μια χαζή χαρά που ακόμη την βλέπω πάνω σου και δεν την καταλαβαίνω. Δεν αξίζω τέτοια χαρά. Δεν σε καταλαβαίνω. Με μπερδεύεις, εγώ είμαι δύσκολη και θέλω περίπλοκα. Τόσο όμορφα όμως δεν ξαναπέρασα ποτέ. Καμιά φορά λέω να στην κάνω. Τι θα λέμε σε λίγο; Μετά θέλω άλλη μια βόλτα στον κόσμο σου. Νομίζω όμως ότι εσύ θα φύγεις πρώτος. Ήθελα να ήμουνα ζωγράφος, συγγραφέας, τέτοια. Κατάλαβες. Να μην πονάω κάθε μέρα, να πονάω μόνο για ανύπαρκτα. Το βράδυ να πίνω αφεψήματα και να τρώω σωστα, να είμαι ολιγαρκής, αυτάρκης, κοινωνική, φιλική και ζεστός άνθρωπος. Δεν σου ταιριάζω. Θέλω να πεθάνω και καώ και μετά να με πετάξουν στον αστερισμό του Σείριου, ή δίπλα στην Μεγάλη Άρκτο να σε κοιτάω από ψηλά και πριν απ’αυτό να πάμε στα νορβηγικά φιόρδ, να δούμε το σέλας, στη χώρα των θρύλων και των Κελτών, μετά να μείνουμε σε μια αγροικία και να πίνουμε όλη μέρα, να καπνίζουμε σαν παλαβοί και να λες ότι είμαι η ζωή σου. Θέλω άκρα. Για ένα λόγο όμως είσαι σαν το φως που με τραβάει και θέλω συνέχεια την παρέα σου. Θα έμενα στο Βερολίνο. Θα φόραγα όλη μέρα τζιν και θα έτρωγα μπούρδες. Θα έγραφα ένα βιβλίο για ένας θεός ξέρει τι, θα σε έπαιρνα τηλέφωνο και θα σου έλεγα ότι είμαι καλά. Θα πέθαινα για σένα αν τολμούσες. Αν μπορούσα να στο πω… Δεν μπορώ. Νομίζω μπορείς να με καταλάβεις. Νομίζω έχεις την παράνοιά μου. Αλλά δεν θέλω να τρομάζεις. Σε αγαπάω γιατί μου άπλωσες το χέρι. Αλλά λυπάμαι δεν μπορείς να με τραβήξεις. Έλα μαζί μου μια βόλτα. Να δεις πως τα περνάω. Μετά γύρνα σπίτι και άσε με να κάνω αυτό που ξέρω καλά.
blogs.athensvoice
0 σχόλια: